Παραμύθια, ιστορίες - Πώς ένα άλογο κι ένας σπουργίτης βοηθούν ο ένας τον άλλο

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

StumpleUpon DiggIt! Del.icio.us Blinklist Yahoo Furl Technorati Simpy Spurl Reddit Google Twitter FaceBook

Ήταν χειμώνας, χιόνια σκέπαζαν τα βουνά και τους κάμπους∙ κάτασπρες ήταν οι στέγες των σπιτιών.

Τα σπουργίτια δεν έβρισκαν τροφή και πεινούσαν.

Ένα σπουργίτι πέταξε στο στάβλο ενός αλόγου.

-Μου δίνεις την άδεια να φάω κι εγώ λίγους σπόρους; του λέει. Όλα γύρα τα σκέπασαν τα χιόνια. Δε βρίσκω να φάω και πεινώ, το άμοιρο. Αν έβρισκα, δεν θα ζητιάνευα.



Το άλογο αποκρίθηκε με καλοσύνη:

-Έλα κοντά με θάρρος και φάε όσο θέλεις. Είναι εδώ αρκετό κριθάρι και για μένα και για σένα.

Το σπουργίτι πλησίασε, κι έτσι έτρωγαν μαζί, σαν αγαπημένοι φίλοι. Αφού χόρτασε το σπουργίτι είπε:

-Σ’ ευχαριστώ πολύ. Μου έκανες μεγάλη χάρη και δε θα τη λησμονήσω.

Κι ενώ πετούσε, έλεγε με το νου του:

-Η χάρη θέλει αντίχαρη. Μα τι μπορώ να κάμω, εγώ ο μικρός, στο μεγάλο και δυνατό άλογο;

Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, κι ύστερα το καλοκαίρι. Πολύ μεγάλη ήταν η ζέστη.

Πλήθος μύγες ήταν στο στάβλο και πείραζαν το άλογο και δεν το άφηναν να ησυχάσει.

Τότε είπε ο σπουργίτης:

-Να ώρα, να κάμω κι εγώ κάτι στο καλό άλογο.

Πέταξε μέσα στο στάβλο και κατάπινε τις μύγες.

Έτσι χόρταινε, μα και λευτέρωνε το φίλο του από τη μεγάλη ενόχληση. Το άλογο χλιμίντριζε από ευχαρίστηση, σα να έλεγε στο σπουργίτη:

-Σ’ ευχαριστώ, αγαπητό μου σπουργιτάκι.

Από το βιβλίο "Ιστορίες"