Όσοι έχουν σκληρές αρτηρίες, διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να υποστούν στο μέλλον κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο, όπως έμφραγμα μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό, σε σχέση με όσους έχουν πιο ελαστικές αρτηρίες.
Αυτό διαπιστώθηκε από μια συνολική θεώρηση (μετανάλυση) όλων των σχετικών μελετών που έχουν γίνει, η οποία έγινε από τον επίκουρο καθηγητή Καρδιολογίας κ. Χ. Βλαχόπουλο. «Οι μεγάλες αρτηρίες του σώματος, με κυριότερο εκπρόσωπο την αορτή, την αρτηρία που δέχεται από την καρδιά το αίμα που θα αιματώσει ολόκληρο το σώμα, επιτελούν διπλή λειτουργία: α) τη μεταφορά του αίματος προς τα διάφορα όργανα και β) τη μετατροπή της διακεκομμένης εξώθησης του αίματος από την καρδιά σε κάθε συστολή της σε συνεχή διαρκή ροή», εξηγεί ο κ. Βλαχόπουλος.
«Σημαντικό χαρακτηριστικό των αρτηριών, που τις καθιστά ικανές για την επιτέλεση της δεύτερης λειτουργίας, είναι η ελαστικότητά τους».
Σε κάθε δηλαδή συστολή της καρδιάς οι αρτηρίες αποθηκεύουν με τη διάτασή τους ένα μέρος της ενέργειας που απελευθερώνεται από την καρδιά, το οποίο αποδίδουν αμέσως μετά στην κυκλοφορία κατά τη διάρκεια του χρόνου που η καρδιά χαλαρώνει, για να γεμίσει ξανά με αίμα (διαστολή).
«Οσο πιο σκληρή είναι η αορτή και οι άλλες μεγάλες αρτηρίες τόσο λιγότερο αποδοτικό είναι το αρτηριακό σύστημα στην επιτέλεση αυτής της λειτουργίας του», λέει ο κ. Βλαχόπουλος. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα όργανα του σώματος, όπως ο εγκέφαλος και οι νεφροί, να δέχονται μεγαλύτερα "κρουστικά" κύματα πίεσης και να υπόκεινται σε σημαντική φθορά. Επίσης, η καρδιά και οι αρτηρίες του σώματος υποβάλλονται σε σημαντική καταπόνηση και εμφανίζουν σημεία βλάβης».
Ενας δείκτης της σκληρίας της αορτής είναι η ταχύτητα του σφυγμικού κύματος, η οποία μπορεί εύκολα να μετρηθεί με ειδικές συσκευές. Αυτή μπορεί να κυμαίνεται από 3 έως και 25 μέτρα το δευτερόλεπτο, ανάλογα με την ηλικία και τις συνυπάρχουσες παθήσεις (όπως π.χ. υπέρταση). Επειδή στους ανελαστικούς (σκληρούς) σωλήνες, τα κύματα ταξιδεύουν πιο γρήγορα, η ταχύτητα του σφυγμικού κύματος είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η σκληρότητα της αορτής και των άλλων μεγάλων αρτηριών.
To «μπαλονάκι» που διαρκεί
Ενα νέο στεντ όχι μόνο κρατά τα αγγεία ανοικτά μετά την αγγειοπλαστική, αλλά αποτρέπει τη δημιουργία νεοαγγείων. Ο νέος τύπος στεντ, που δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε πρόσφατα στην Α' Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, επενδύεται με τη φαρμακευτική ουσία μπεβασιζουμάμπη (bevacizumab).
Οι μελέτες δείχνουν πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Οπως παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας (Μάρτιος 2010, Ατλάντα, ΗΠΑ), από τον επίκουρο καθηγητή Καρδιολογίας κ. Κ. Τούτουζα, τα αποτελέσματα αυτά διατηρούνται τρία χρόνια μετά την αγγειοπλαστική.
«Με τη χρήση ενδοστεφανιαίου υπερηχογραφήματος, φαίνεται ότι η ουσία αυτή έχει πολύ μικρό ποσοστό επαναστένωσης (2-3%), όπως όλα τα νέα στεντ, ενώ παράλληλα μειώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα νεοαγγεία», λένε οι ερευνητές. «Με αυτόν τον τρόπο, διατηρεί την αθηρωματική πλάκα σταθερή και πιθανώς στο μέλλον να είναι ένας τρόπος για την πρόληψη των εμφραγμάτων. Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε εξέλιξη η βιοαπορροφήσιμη μορφή αυτού του στεντ, με τα πρώτα πειραματικά αποτελέσματα να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξα».
Νέα φάρμακα για τις αρρυθμίες
Νεώτερα δεδομένα για την αντιμετώπιση των ασθενών με παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή έχουν έρθει πρόσφατα στο προσκήνιο. «Νεώτερα αντιαρρυθμικά φάρμακα, που έχουν ήδη κυκλοφορήσει στην αγορά, όπως η δρονεδαρόνη, φαίνονται αρκετά αποτελεσματικά, με ευνοϊκότερο όμως προφίλ ασφάλειας σε σχέση με παλαιότερες καθιερωμένες θεραπείες», λέει ο κ. Βλαχόπουλος.
«Επίσης, νεώτεροι αντιθρομβωτικοί παράγοντες, όπως η δαμπιγατράνη, παρέχουν ισάξια ή και μεγαλύτερη προστασία από εγκεφαλικά επεισόδια σε σχέση με την κλασική αντιπηκτική αγωγή από το στόμα σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, ενώ διατηρούν καλό προφίλ ασφάλειας ως προς τις ανεπιθύμητες ενέργειες».
Επιπλέον, νέες μελέτες δείχνουν ότι ο πολύ αυστηρός έλεγχος της καρδιακής συχνότητας (ώστε να μην υπάρχει ταχυκαρδία) δεν φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικός από έναν πιο χαλαρό έλεγχο της συχνότητας σε ασθενείς με χρόνια κολπική μαρμαρυγή, κάτι που μπορεί να αλλάξει τον τρόπο αντιμετώπισης αυτών των ασθενών.
Περιοδοντίτιδα: ένας κρυφός κίνδυνος για τα στεφανιαία αγγεία
Η περιοδοντίτιδα, δηλαδή η σταδιακή καταστροφή του οστού που συγκρατεί τα δόντια στη θέση τους, εξαιτίας πλημμελούς φροντίδας των δοντιών και ανάπτυξης ουλίτιδας και πλάκας, βρέθηκε ότι αυξάνει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο κατά 30%.
«Αυτό σε κάποιον βαθμό οφείλεται στο ότι περιοδοντίτιδα και στεφανιαία νόσος μοιράζονται κάποιους κοινούς παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής άσκησης», εξηγούν οι επιστήμονες της Α' Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι ερευνούν, σε συνεργασία με τον αναπληρωτή καθηγητή Περιοδοντολογίας της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φοίβο Μαδιανό, τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στη συσχέτιση των δύο αυτών νόσων.
«Επιπλέον, φαίνεται ότι υπάρχει και αιτιολογική σχέση μεταξύ περιοδοντίτιδας και αθηρωμάτωσης _ δημιουργίας, δηλαδή, πλακών στις αρτηρίες του σώματος _ συμπεριλαμβανομένων και των στεφανιαίων αρτηριών. Μικρόβια που προκαλούν περιοδοντίτιδα έχουν βρεθεί, σε εξέταση με μικροσκόπιο, μέσα σε αθηρωματικές πλάκες σε αρτηρίες ασθενών που πάσχουν από περιοδοντίτιδα. Επίσης, η χρόνια φλεγμονή που προκαλεί η περιοδοντίτιδα μπορεί να ευθύνεται για την ανάπτυξη και αποσταθεροποίηση των αθηρωματικών πλακών, με συνέπεια αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών, εγκεφαλικών και άλλων αγγειακών επεισοδίων».
Η εντατική περιοδοντική θεραπεία προκαλεί υποστροφή της αθηρωμάτωσης, όπως φαίνεται από την εξέταση των καρωτίδων αρτηριών (των αρτηριών που στέλνουν αίμα στον εγκέφαλο). Η διάγνωση της περιοδοντίτιδας μπορεί να είναι δύσκολη και απαιτεί εξέταση από έμπειρο οδοντίατρο. Η αντιμετώπισή της γίνεται με σχολαστικό βούρτσισμα και διακοπή (ή έστω περιορισμό) του καπνίσματος. Μπορεί, όμως, να απαιτεί και εξειδικευμένη θεραπεία, όπως χορήγηση συγκεκριμένων αντιβιοτικών ή και χειρουργική αντιμετώπιση.
Αναγνώριση της ευάλωτης αθηρωματικής πλάκας
Ενα από τα μεγαλύτερα «στοιχήματα» της επεμβατικής καρδιολογίας είναι η αναγνώριση των ευάλωτων αθηρωματικών πλακών, δηλαδή αυτών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να σπάσουν και να προκαλέσουν καρδιακό επεισόδιο.
«Η ευάλωτη αθηρωματική πλάκα έχει ορισμένα μορφολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά», επισημαίνει ο κ. Στεφανάδης. «Για την ανίχνευση αυτών των χαρακτηριστικών έχουν αναπτυχθεί διάφορες μέθοδοι, που περιλαμβάνουν την ενδοστεφανιαία θερμομέτρηση, την οπτική συνεκτική τομογραφία και την εικονική ιστολογία. Ο συνδυασμός αυτών των τεχνικών αυξάνει τη διαγνωστική δυνατότητα για την εύρεση των επικίνδυνων αθηρωματικών πλακών, με απώτερο στόχο τη μείωση του ποσοστού των οξέων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου και της θνητότητας της στεφανιαίας νόσου».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης PROSPECT, που ανακοινώθηκαν πρόσφατα, ένας στους πέντε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική θα έχει νέο καρδιαγγειακό επεισόδιο την επόμενη τριετία. Περίπου οι μισοί από αυτούς τους ασθενείς αναπτύσσουν νέα στένωση, που χρειάζεται εκ νέου επέμβαση.
«Είναι λοιπόν αναγκαίο να γίνει έγκαιρη αναγνώριση των ευάλωτων αθηρωματικών πλακών που θα προκαλέσουν αυτό το νέο επεισόδιο», τονίζει ο καθηγητής. «Ηδη, στη χώρα μας χρησιμοποιούνται αυτές οι τεχνικές. Πρόσφατες, μάλιστα, μελέτες μας έδειξαν ότι με τη χρήση της οπτικής συνεκτικής τομογραφίας μπορούμε να προβλέψουμε σε ποιους ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι δυνατόν να πετύχει η θρομβόλυση».
Θεραπεία της στένωσης αορτικής βαλβίδας χωρίς χειρουργείο
Τριάντα μη χειρουργικές επεμβάσεις για αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας με βιοπροσθετική έχουν γίνει έως σήμερα με απόλυτη επιτυχία στην Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Μονάδα του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Αθηνών.
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας αποτελεί σήμερα τη συχνότερη επίκτητη βαλβιδοπάθεια στον δυτικό κόσμο. Υπολογίζεται ότι περίπου 5% των ενηλίκων άνω των 75 ετών πάσχει από στένωση αορτικής βαλβίδας _ και το ποσοστό συνεχώς αυξάνεται. Εως σήμερα, η θεραπεία εκλογής είναι η αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας με μια προσθετική (μηχανικό ή βιοπροσθετικό μόσχευμα), με ανοικτό χειρουργείο. Μια άλλη επιλογή αποτελεί η βαλβιδοπλαστική της αορτικής βαλβίδας, η οποία όμως έχει πλέον εγκαταλειφθεί, γιατί τα οφέλη της συνήθως εξανεμίζονται μέσα σε έξι μήνες.
Τα τελευταία χρόνια, σε μικρό αριθμό επιλεγμένων αιμοδυναμικών εργαστηρίων στον κόσμο, έχει προστεθεί στη θεραπευτική φαρέτρα η Διαδερμική Αντικατάσταση της Αορτικής Βαλβίδας (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται ως TAVI ή PAVR), κατά την οποία η βιοπρόσθεση εισάγεται στην ανατομική θέση της αορτικής βαλβίδας μέσω μεγάλων αρτηριών.
Η πρωτοποριακή τεχνική εφαρμόζεται από τον επίκουρο καθηγητή Καρδιολογίας κ. Εμμανουήλ Βαβουρανάκη και την ομάδα του τμήματος (Κ. Τούτουζας, Σ. Μπρίλης, Γ. Λάζαρος, Χρ. Χρυσοχόου, Ι. Τόλιος). «Η εμπειρία του κέντρου μας αφορά την τρίτης γενιάς βιοπροσθετική βαλβίδα CoreValve», αναφέρουν οι επιστήμονες. «Τα τεχνικά χαρακτηριστικά αυτής της βαλβίδας δίνουν τη δυνατότητα η επέμβαση να πραγματοποιηθεί χωρίς γενική αναισθησία και ο ασθενής να μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του ύστερα από νοσηλεία 5-7 ημερών».
Τα πρώτα αποτελέσματα είναι πολύ καλά, ενώ η διεθνής τάση είναι να διευρύνεται το φάσμα των ασθενών στους οποίους απευθύνεται η μέθοδος. «Στην κλινική μας, η επέμβαση έχει έως σήμερα 100% επιτυχία, ενώ η περιεπεμβατική θνητότητα είναι στο 0%», λένε οι καρδιολόγοι. «Ασφαλώς, δεν παύει να είναι μία ιδιαίτερα απαιτητική επέμβαση με τη θνητότητα που καταγράφεται διεθνώς να είναι στα επίπεδα του 7%».
Και διευκρινίζουν: «Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η μέθοδος αυτή δεν έχει ακόμα "ένδειξη" για όλους τους ασθενείς, αλλά μόνο για εκείνους αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο για χειρουργική αντικατάσταση βαλβίδας. Αυτό συμβαίνει διότι ακόμα δεν υπάρχουν δεδομένα για τη μακρόχρονη συμπεριφορά των βιοπροσθετικών βαλβίδων. Με τη συνεχή, όμως, τεχνολογική εξέλιξη των βαλβίδων αυτών αναμένονται ακόμη καλύτερα αποτελέσματα».
SOS για την υπέρταση στα παιδιά
Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Υπέρτασης συνέταξε πρόσφατα για πρώτη φορά κατευθυντήριες οδηγίες για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση της υπέρτασης στα παιδιά.
«Η υπέρταση στα παιδιά είναι συχνότερη από όσο πιστεύουν οι περισσότεροι και μάλιστα δεν είναι αθώα, αφού συνδυάζεται πολύ συχνά με παχυσαρκία και καθιστική ζωή», λέει ο επίκουρος καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Τσιούφης.
«Στην Ελλάδα σύγχρονα δεδομένα από τη μελέτη 3L (Lyceum Leontio aLbuminuria), που διεξήγαγε η Μονάδα Υπέρτασης της κλινικής μας, έδειξαν ότι τα παιδιά ηλικίας 12-17 ετών παρουσίαζαν κατά 37% παχυσαρκία. Στο σύνολο των μαθητών που εξετάστηκαν, προέκυψε ότι το 22% των μαθητών είναι υπέρβαρα, ενώ τον μεσογειακό _ υγιεινό _ τρόπο διατροφής ακολουθούσε μόνο το 7% των παιδιών».
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου